ῥάψει

ῥάψει
ῥάπτω
sew together
aor subj act 3rd sg (epic)
ῥάπτω
sew together
fut ind mid 2nd sg
ῥάπτω
sew together
fut ind act 3rd sg
ῥάψις
stitching together
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ῥάψεϊ , ῥάψις
stitching together
fem dat sg (epic)
ῥάψις
stitching together
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακαρίκωτος — η, ο [καρικώνω] αυτός που δεν έχει καρικωθεί, (για ύφασμα ή ρούχο) που δεν τού έχουν ράψει τις άκρες για να μην ξεφτάει …   Dictionary of Greek

  • χηλεύω — Α [χηλή] 1. πλέκω, κατασκευάζω δίχτυ 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλεύει ῥάπτει, πλέκει» 3. φρ. «κεχήλευμαι πόδας» μού έχουν ράψει τα δύο πόδια μαζί (Τραγ. Αδέσπ.) …   Dictionary of Greek

  • σανσονιέ — (chansonnier). Γαλλικός όρος που κατά κανόνα σημαίνει εκείνον που τραγουδά τραγούδια που έχει ράψει ο ίδιος. Οι καλλιτέχνες του είδους πρωτοεμφανίστηκαν το 18o αι., στο Παρίσι (1792). Υπήρξαν εξαιρετικά δημοφιλείς για τους πολιτικοσατιρικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”